- ζυθοπότης
- ο1. αυτός που πίνει ζύθο.2. αυτός που πίνει πολύ ζύθο, που του αρέσει να πίνει μπίρα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ζυθοπότης — ο, θηλ. ζυθοπότις, ιδος 1. αυτός που πίνει ζύθο 2. αυτός που πίνει πολύ ζύθο, αυτός που τού αρέσει να πίνει μπίρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζύθος + πότης (< πίνω), πρβλ. οινο πότης, χασισο πότης. Η λ. μαρτυρείται από το 1839 στον Αλέξ. Σούτσο] … Dictionary of Greek
ζυθοποσία — η η πόση ζύθου, το να πίνει κάποιος μπίρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζυθοπότης. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν του Άγγελου Βλάχου] … Dictionary of Greek
ζυθοποτώ — έω 1. πίνω ζύθο 2. συνηθίζω, μού αρέσει να πίνω ζύθο, πίνω πολύ ζύθο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζυθοπότης. Η λ. μαρτυρείται από το 1863 στον Άγγελο Βλάχο] … Dictionary of Greek
ζύθος — ο (Α ζύθος, ὁ και ζῡθος και ζῡτος, ους, τὸ) οινοπνευματούχο ποτό που παράγεται με ζύμωση ειδικά παρασκευασμένου κριθαριού τής βύνης, μπίρα αρχ. είδος αιγυπτιακού ποτού που παρασκευαζόταν από κριθάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Λόγω τής σημασίας της (είδος… … Dictionary of Greek